- επικαταράσσομαι
- ἐπικαταράσσομαι (Α)πέφτω με πάταγο («ὑπὸ βάρους τῶν ἄνωθεν ἐπικαταραττομένων», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταράσσομαι «πέφτω κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαταραττομένων — ἐπικαταράσσομαι fall with a crash pres part mp fem gen pl (attic) ἐπικαταράσσομαι fall with a crash pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἐπικαταρᾱττομένων , ἐπικαταρρήγνυμαι pres part mp fem gen pl (attic) ἐπικαταρᾱττομένων , ἐπικαταρρήγνυμαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταραγείς — ἐπικαταράσσομαι fall with a crash aor part mp masc nom/voc sg ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg ἐπικαταρᾱγείς , ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)